Πολυξένη Ματέϋ – Ρουσοπούλου

H Πολυξένη Ματέϋ – Ρουσοπούλου (1902-1999) ήταν γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας. Πατέρας της ήταν ο χημικός Όθων Ρουσόπουλος, ιδρυτής της πρώτης τεχνικής επαγγελματικής σχολής στην Ελλάδα (Ακαδημία Ρουσοπούλου) και πρωτοπόρος στην ανάπτυξη τεχνικών συντήρησης αρχαιοτήτων, μεταξύ άλλων του Μηχανισμού των Αντικυθήρων και των άλλων ευρημάτων του αρχαίου Ναυαγίου των Αντικυθήρων.

Παρακολούθησε γερμανικό νηπιαγωγείο και δημοτικό, έλαβε κατ’ οίκον διδασκαλία και φοίτησε στην τελευταία τάξη του πρώτου ελληνικού γυμνασίου θηλέων. Εκεί γνώρισε τον δημοτικιστή Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης της και στην αγάπη της για την ελληνική δημοτική γλώσσα. Έμειναν φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στο Ωδείο Αθηνών σε ηλικία έξι ετών. Μετά το θάνατο του πατέρα της το 1922, μετακόμισαν με τη μητέρα της  το 1924 στη Λειψία, σε ένα περιβάλλον πλούσιο από ερεθίσματα, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο πιάνο στην Μουσική Ακαδημία (Conservatorium) της Λειψίας,  από όπου πήρε το δίπλωμά της το 1925.

Το 1926 παντρεύτηκε τον Ελληνικής και Ρουμανικής καταγωγής ζωγράφο Georg Alexander Mathey (Γεώργιο Αλέξανδρο Ματέϋ) και το 1928 μετακόμισαν στο Βερολίνο όπου ασχολήθηκε πιο εντατικά με το πιάνο και ξεκίνησε την καριέρα της ως σολίστ. Το 1929 έπαιξε εκεί σε Παγκόσμια Πρώτη Εκτέλεση το Κοντσέρτο για Βιολί και Πιάνο του Νίκου Σκαλκώτα.

Το 1930 επισκέφτηκε ως προσκεκλημένη σολίστ την Ελλάδα και το 1931 εγκαταστάθηκε στη Αθήνα. Διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον Σίμωνα Καρά. Το ενδιαφέρον της για τον ελληνικό πολιτισμό την έφεραν κοντά στους  Άγγελο και Εύα Σικελιανού και την Αγγελική Χατζημιχάλη.

Την περίοδο 1931-1935 εργάστηκε στη σχολή της εξαδέλφης της Κούλας Πράτσικα, γεγονός που την οδήγησε στο να εστιάσει στην μουσικοκινητική παιδαγωγική αφήνοντας την καριέρα της σολίστ. Σπούδασε «Γερμανική Γυμναστική» στη Σχολή Günther του Μονάχου  το διάστημα 1935-1936 όπου η γνωριμία της με τον Carl Orff λειτούργησε ως η αρχή μιας συνεργασίας και φιλίας που κράτησαν μέχρι το θάνατο του συνθέτη τo 1982.

Ως διανοούμενη της γενιάς του ’30, συναναστράφηκε με προσωπικότητες όπως τον Δημήτρη Μητρόπουλο, την Αλεξάνδρα Τριάντη, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον ιδρυτή της Σχολής Bauhaus, Walter Gropius και τον νομπελίστα Thomas Mann.

Το 1938 ίδρυσε τη «Σχολή Ρυθμικής Γυμναστικής Πολυξένης Ματέϋ Ρουσοπούλου», η οποία λειτούργησε ως πυρήνας για τις τέχνες και τα γράμματα και σημείο συνάντησης καλλιτεχνών εκείνης της εποχής.

Ο πόλεμος που ξεκίνησε το 1940, τη χώρισε από τον σύζυγό της και την ανάγκασε να κλείσει τη σχολή για την περίοδο της κατοχής. Το 1949 επισκέφτηκε το Salzburg όπου συνάντησε την Gunild Keetman και συζήτησε για τις παιδικές τάξεις αλλά και τη λοιπή δράση της στο Mozarteum.

Το διάστημα 1950-1956 στη  Σχολή Ματέϋ λειτούργησε τριετές επαγγελματικό τμήμα, στο οποίο δίδαξαν, εκτός των άλλων, η Υβόννη ντε Κίρικο, ο Γεώργιος Βακαλό, ο Σπύρος Περιστέρης και η Όλγα Κακριδή. Οι παραστάσεις των μαθητών είχαν μεγάλη επιτυχία. Τη μουσική σύνθεση των παραστάσεων συνήθως αναλάμβανε ο Αργύρης Κουνάδης. Το 1949 στην παράσταση οι μαθήτριες της σχολής χόρεψαν την σουίτα του Νίκου Σκαλκώτα: “Η γη και η θάλασσα της Ελλάδας” και απήγγειλαν “Τον Ύμνο στον χορό” του Ηλία Βενέζη, έργα που είχαν γραφτεί ειδικά για αυτή τη γιορτή της σχολής. Τα σκηνικά επιμελείτο ο μεγάλος ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος –Γκίκας.

Το 1957 ο Carl Orff επισκέφτηκε τη σχολή Ματέϋ φέρνοντας μαζί του τις πρώτες μεταφράσεις/μεταφορές του Orff-Schulwerk σε άλλες γλώσσες. Από το 1962 διδάσκεται στη Σχολή Ματέϋ, πρώτη φορά στην Ελλάδα, η μουσικοκινητική αγωγή Orff και η Πολυξένη Ματέϋ ξεκίνησε να συλλέγει υλικό με στόχο να προχωρήσει σε έκδοση ελληνικών τραγουδιών ενορχηστρωμένων για «παιδική ορχήστρα Orff».

Το 1963 εξέδωσε τον πρώτο δίγλωσσο (ελληνικά και γερμανικά) τόμο με τίτλο «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια και Χοροί» με 14 παραδοσιακά τραγούδια ενορχηστρωμένα για ορχήστρα Orff, κατάλληλα, όπως η ίδια επισήμανε στην εισαγωγή, για παιδιά μεγαλύτερα των δέκα ετών. Το 1968 προχώρησε στην έκδοση του δεύτερου τόμου στον οποίο έδωσε έμφαση στον λόγο ως μέσο της μουσικοκινητικής αγωγής Orff.

Το 1961, έτος ίδρυσης του Orff Institut στο Salzburg, η Ματέϋ προσκλήθηκε να διδάξει για πρώτη φορά στο Ινστιτούτο. Το 1962, μαζί με μια ομάδα στενών συνεργατών του Orff, συνόδευσε τον συνθέτη στον Καναδά και συμμετείχε με σεμινάρια στην παρουσίαση του Schulwerk στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.

Η συμβολή της στην πορεία και ανάπτυξη της μουσικοκινητικής αγωγή Orff στην Ελλάδα υπήρξε καθοριστική και τις επόμενες δεκαετίες. Εκτός από τους δύο τόμους του ελληνικού Orff-Schulwerk  έγραψε και άλλα βιβλία καθώς και άρθρα. Το 1970 εκδόθηκε από το «Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το βιβλίο ”τα πρώτα τραγούδια”,  με υλικό για παιδιά προσχολικής ηλικίας.

Το 1978 εκδόθηκε το εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο της Ματέϋ, «Ρυθμική», το οποίο επανεκδόθηκε το 1986 και αποτελεί το πρώτο ελληνόγλωσσο βιβλίο που αναφέρεται στην ρυθμική ως παιδαγωγική κατεύθυνση. Σε αυτό εισάγεται ο όρος μουσικοκινητική αγωγή. Το 1992 Η Ματέϋ κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Φίλιππος Νάκας το βιβλίο της “Δόνια Χελιδόνια” με μουσικά και κινητικά παιχνίδια για παιδιά προσχολικής ηλικίας.

Το 1992, δώρισε στον Ελληνικό Σύλλογο Μουσικοκινητικής Αγωγής Orff τη μονογραφία της “Ρυθμός” και ο σύλλογος προχώρησε στην έκδοσή της. Το 1993, έγραψε με τη συνεργάτιδά  της Αγγέλικα Σλάβικ το βιβλίο «RRRRRO» το οποίο εκδόθηκε από τον οίκο Schott.

Το 1985 η Φωτεινή Πρωτοψάλτη οργάνωσε σεμινάριο μουσικοκινητικής αγωγής Orff,  σε συνεργασία με την “Πανελλήνια Ένωση Καθηγητών Μουσικής” και τη Σχολή Ματέϋ, στη Σχολή Μωραΐτη. Η μεγάλη επιτυχία του σεμιναρίου οδήγησε σταδιακά στην ίδρυση επαγγελματικού κύκλου σπουδών στη μουσικοκινητική Αγωγή στη Σχολή Μωραΐτη. Η Πολυξένη Ματέϋ ήταν σύμβουλος, ειδικά στα πρώτα βήματα του κύκλου και μέχρι το τέλος της ζωής της.

Η Σχολή Χορού Ματέϋ (matey.gr) συνεχίζει να λειτουργεί στο Μαρούσι όπου μεταφέρθηκε το 1993. Την καλλιτεχνική διεύθυνσή της έχει η εγγονή της Πολυξένης, Άννα Ματέϋ.

Η Σχολή αποτελεί την έδρα του Ελληνικού Συλλόγου Μουσικοκινητικής Αγωγής Orff.