O Carl Orff γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1895 στο Μόναχο. Ασχολήθηκε από παιδί με το πιάνο, το εκκλησιαστικό όργανο και το βιολοντσέλο, ενώ το 1911 σε ηλικία μόλις 16 ετών ακούστηκαν τα πρώτα μουσικά έργα του. Αποφοίτησε από τη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου και υπήρξε μαέστρος και διευθυντής χορωδίας σε διάφορες ορχήστρες και όπερες. Τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον του στράφηκε στη μουσική εκπαίδευση διαπιστώνοντας την εγγύτητα της σχέσης χορού και μουσικής και επηρεασμένος από την αρχαιοελληνική έννοια της μουσικής και το έργο του Πλάτωνα. Πολλά χρόνια αργότερα δήλωνε ότι: «Τα κρουστά εμπεριέχουν το χορό. Ο χορός έχει την κοντινότερη σχέση με τη μουσική. Η ιδέα και ο μόχθος στον οποία υπέβαλα τον εαυτό μου ήταν μια αναγέννηση της μουσικής μέσα από την κίνηση, μέσα από το χορό» (Orff, 1976). Το 1924 ιδρύει με την Dorothee Günther στο Μόναχο τη σχολή χορού και γυμναστικής Güntherschule και εκεί, ως δάσκαλος μουσικής, άρχισε να αναπτύσσει την προσέγγισή του την οποία ονόμασε Orff-Schulwerk. Το 1944 η σχολή καταστρέφεται από βομβαρδισμούς. Ο συνθέτης ασχολήθηκε ξανά με την μουσικοπαιδαγωγική το 1948 μέσα από τις εκπομπές του στην Βαυαρική ραδιοφωνία. Αυτή είναι η πρώτη φορά του το Schulwerk απευθύνεται σε παιδιά. Με την καταλυτική συνεισφορά της Guilind Keetman ολοκληρώνει τις ιδέες του. Από το 1962 και στο εξής αυτές θα διδάσκονται στο νεοϊδρυθέν Orff Institute (Πανεπιστήμιο Mozarteum, Salzburg) και θα έχουν ως ενδεικτικό οδηγό ένα πεντάτομο έργο, το Orff-Schulwerk. Παράλληλα οι ιδέες αυτές είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν ανά τον κόσμο. Ο Orff δηλώνει στη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο δηλώνει: «Εγώ έκανα το έργο μου. Τώρα είναι η σειρά σας» (Orff 1962).
Παράλληλα με το παιδαγωγικό του έργο συνέχισε το καλλιτεχνικό έργο του ως συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας με ιδιαίτερη επιτυχία. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται τα: Carmina Burana, Catulli Carmina, Αντιγόνη, Προμηθέας Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου του 1982, σε ηλικία 86 ετών.